- ἐνθουσιάζοντες
- ἐνθουσιάζοντεςἐνθουσιάζωto be inspired: pres part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐνθουσιάζοντες — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek